μπατακτσηλίκι
Смотреть что такое "μπατακτσηλίκι" в других словарях:
μπατακτσηλίκι — το βλ. μπαταξηλίκι … Dictionary of Greek
μπαταξηλίκι — και μπατακτσηλίκι και μπαταχτσηλίκι, το η ιδιότητα ή η πράξη τού μπαταξή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαταξής + κατάλ. λίκι, λ. τουρκικής προέλευσης (πρβλ. θεριακ λίκι)] … Dictionary of Greek